- δρομολογώ
- δρομολογώ, δρομολόγησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
δρομολογώ — ( είς, εί κτλ.), δρομολόγησα, δρομολογήθηκα, δρομολογημένος 1. καθορίζω το δρομολόγιο, την πορεία μεταφορικού μέσου. 2. ξεκινώ κάποια προγραμματισμένη ενέργεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)